χάχανα

χάχανα
τα
γέλιο με θόρυβο, χαχάνισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χάχανα — τα, Ν βλ. χάχανο …   Dictionary of Greek

  • χάχανο — και χάχλανο, το, Ν συν. στον πληθ. τα χάχανα (με περιλπτ. σημ.) α) παρατεταμένο και ηχηρό γέλιο β) καγχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τού γέλιου χα χα. Ο τ. χάχλανο με ανάπτυξη λ ] …   Dictionary of Greek

  • χάχανο — το βλ. χάχανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”